κατέσχεθον

English (LSJ)

v. κατέχω.

French (Bailly abrégé)

ao. poét. de κατέχω.

Greek (Liddell-Scott)

κατέσχεθον: ἴδε κατέχω.

Greek Monotonic

κατέσχεθον: ποιητ. αόρ. βʹ του κατέχω.