καταγνωμονώ

Greek Monolingual

καταγνωμονῶ, -έω (Μ)
κάνω κάτι χωρίς κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγνωμονῶ (< ἀγνώμων «αλόγιστος, απερίσκεπτος»)].