κατανίκηση
Greek Monolingual
η
η πλήρης νίκη, η κατατρόπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανικώ. Η λ., στον λόγιο τ. κατανίκησις, μαρτυρείται από το 1878 στον Παν. Κ. Γρατσιάτο].
η
η πλήρης νίκη, η κατατρόπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανικώ. Η λ., στον λόγιο τ. κατανίκησις, μαρτυρείται από το 1878 στον Παν. Κ. Γρατσιάτο].