κατασιωπητέον

English (LSJ)

one must keep silence, Isoc.12.96.

Greek (Liddell-Scott)

κατασιωπητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ κατασιωπᾷ τις περί τινος, περί τινος κατασιωπητέον Ἰσοκρ. 252D.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de κατασιωπάω.