κατασυγκινώ

Greek Monolingual

προξενώ μεγάλη συγκίνηση σε κάποιον, συγκλονίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + συγκινῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].