κατώγαιος

English (LSJ)

= κατάγειος, οἴκημα Alex.Trall.Febr.4: κατώγειος τόπος Gp.9.22.2: κατώγεως, Suid.

German (Pape)

[Seite 1406] = κατάγαιος, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

κατώγαιος: κατώγειος, κατώγεως, ἴδε ἐν λ. κατάγειος.

Greek Monolingual

κατώγαιος, -ον (ΑΜ)
κατάγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. απόγαιος, εύγαιος].