κεδροχαρής
English (LSJ)
κεδροχαρές, (χαίρω) rejoicing in cedar, Man.4.191.
German (Pape)
[Seite 1411] ές, sich über Cedern freuend, Man. 4, 191.
Greek (Liddell-Scott)
κεδροχᾰρής: -ές, (χαίρω) χαίρων ἐπὶ τῇ κέδρῳ, Μανέθ. 4. 191.
Greek Monolingual
κεδροχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το ξύλο του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. ε-χάρ-ην, αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμοχαρής, δακρυχαρής].