κεκοτηώς

English (LSJ)

v. κοτέω. κεκράανται, κεκράαντο, v. κραίνω.

French (Bailly abrégé)

part. pf. (au sens d'un prés.) de κοτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκοτηώς ep. ptc. perf. act. van κοτέω.

Russian (Dvoretsky)

κεκοτηώς: эп. part. pf. к κοτέω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκοτηώς: ἴδε ἐν λέξ. κοτέω.

English (Autenrieth)

see κοτέω.

Greek Monotonic

κεκοτηώς: Επικ. μτχ. παρακ. του κοτέω.