κερδομίσθιον
Greek (Liddell-Scott)
κερδομίσθιον: τό, ἀμοιβή, Στουδ. 813D, διάφορ. γραφ. κερδόμισθον.
Greek Monolingual
κερδομίσθιον ή κερδόμισθον, το (Μ)
το κέρδος από εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -μίσθιον (< μισθός), πρβλ. αντιμίσθιον, ημερομίσθιον].