κερωνία

English (LSJ)

ἡ, Ion. for κερατωνία, Thphr. HP 4.2.4, cf. 1.11.2; ceraunia, Plin.HN13.59.

German (Pape)

[Seite 1426] ἡ, = κερατέα, κερατωνία, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κερωνία: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κερατέα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, Πλίν, ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 575.

Greek Monolingual

η (Α κερωνία)
(ιων. τ. του κερατωνία) το δέντρο χαρουπιά, ξυλοκερατιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κερατωνία.