κεφάλωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, sum total, IG5(1).1433.18 (Messene), SIG241B122 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

κεφάλωμα, τὸ (Α)
επιγρ. το ολικό ποσό, το άθροισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ-όω < κεφαλή)].