κηραψία: ἡ, τὸ ἀνάπτειν τὰ κηρία, φωταψία, Χρον. Πάσχ. σ. 383C.
κηραψία και κεραψία, ἡ (Μ)το άναμμα κεριών, η φωταψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχναψία, φωταψία].