κηροκοπίδα

Greek Monolingual

η
χαλύβδινος περιστρεφόμενος τροχίσκος με τον οποίο κόβονται τα εξέχοντα μέρη του πλαισίου τεχνητής κηρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κοπίδα (< κόπτω)].