κηρομαστίχα

Greek Monolingual

και κηρομαστίχη, η (Μ κηρομαστίχη και κηρομάστιχος)
μίγμα κεριού και μαστίχας το οποίο χρησιμοποιούνταν ως συγκολλητική ουσία.