κηρομαστίχη

Greek (Liddell-Scott)

κηρομαστίχη: ἡ, μῖγμα κηροῦ καὶ μαστίχης, Συμεὼν Θεσσ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 14, σ. 60.