κηροποιείο
Greek Monolingual
το
εργαστήριο κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστείο, κεράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].
το
εργαστήριο κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστείο, κεράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].