κηρωτάριον
English (LSJ)
τό, wax plaster, Sor.1.50, Damocr. ap. Gal.13.225.
German (Pape)
[Seite 1435] τό, Wachspflaster, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κηρωτάριον: τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 214, Σωραν.
Greek Monolingual
κηρωτάριον, τὸ (Α)
έμπλαστρο από κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. βεστιάριον, δελφινάριον].