κηρόξυλο

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών φοινικιδών τα οποία εκκρίνουν κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceroxylon < cero- (πρβλ. κηρός) + -xylon (πρβλ. ξύλον). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν του Ν. Γ. Πολίτη].