-ουν (Α κηρόχρως, -ωτος, ό, ἡ)αυτός που έχει το χρώμα του κεριού, κέρινος, κερένιος, κίτρινος σαν το κερί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χρους (< χρώς «χρώμα») πρβλ. φοινικόχρους, χιονόχρους].