κηρῖτις

English (LSJ)

(sc. λίθος), ἡ, a precious stone like wax, Plin.HN37.153.

Greek (Liddell-Scott)

κηρῖτις: (δηλ. λίθος), ἡ, πολύτιμός τις λίθος ἔχουσα τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ, Πλίν. 37. 56.

Greek Monolingual

κηρῖτις, -ιδος, ἡ (Α) κηρός
(ενν. λίθος) πολύτιμος λίθος με το χρώμα του κεριού.