κιθαριστήριος
English (LSJ)
α, ον,
A used to accompany the cithara. αὐλός Ephor. 3 J., Aristox.Fr.Hist.67.
II Subst. -τήριον, τό, performance on the cithara, BGU1125.26 (pl., i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1437] = κιθαριστικός; αὐλοί, mit denen die Cither begleitet wird, Ath. IV, 182 c; vgl. XIV, 634 e; νόμοι Poll. 4, 83.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰριστήριος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει ὅπως συνοδεύῃ τὴν κιθάραν, αὐλὸς Ἀθην. 182C, 634Ε.
Greek Monolingual
κιθαριστήριος, -ία, -ον (Α) κιθαρίζω
1. (για αυλό) αυτός που χρησιμοποιείται για να συνοδεύει την κιθάρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo κιθαριστήριον
πάπ. η εκτέλεση μελωδίας σε κιθάρα.