κισηρώδης

English (LSJ)

κισηρῶδες, = κισηροειδής, Ephor.65(e) J., Dsc.5.74.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
mieux que κισσηρώδης;
c. κισηροειδής.

Greek (Liddell-Scott)

κισηρώδης: -ες, = κισηροειδής, Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.

Greek Monolingual

κισηρώδης, -ῶδες (AM) κίσηρις
κισηροειδής.