κισσηροειδής

English (LSJ)

κισσηρόω, incorrect forms for κισηρ-.

German (Pape)

[Seite 1442] ές, bimssteinartig, Theophr. u. A. – Adv., Stob. ecl. 1, 26, 3.

French (Bailly abrégé)

v. κισηροειδής.

Russian (Dvoretsky)

κισσηροειδής: v.l. = κισηροειδής.