κληματικός
English (LSJ)
κληματική, κληματικόν, of or for a vine-twig, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1450] zum Reis, bes. zur Weinranke gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
κληματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληματίδα ἢ κλῆμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κληματικός, -ή, -όν (Α) κλήμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήμα, σε κλάδο αμπέλου.