κλύδωνας
Greek Monolingual
ο (AM κλύδων, -ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, -ῶνος)
1. κύμα
2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾶσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ.
β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.)
3. πολιτική ή κοινωνική αναταραχή ή ανωμαλία (α. «κλύδων καὶ ταραχὴ κατέλαβε τὴν ἐκκλησίαν», Σάθ.
β. «κλύδωνα καὶ μανίαν τὰ καθεστηκότα πράγμαθ' ἡγουμένων», Δημοσθ.)
νεοελλ.
ναυτ. πολύ κυματώδης κατάσταση της θάλασσας, με βαθμό κυματισμού μεγαλύτερο του κλυδωνίου, κν. χοντρή φουρτούνα
μσν.-αρχ.
μτφ. πληθώρα συμφορών, κύμα δυστυχίας («ἐπίσταται βροτοῖσιν ὡς ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλθῃ», Αισχύλ.)
αρχ.
1. μεγάλος αριθμός, πλήθος («κλύδων ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον», Σοφ.)
2. ιατρ. α) κυματοειδής ταλάντωση του στομάχου ή του θώρακα
β) ροή ή έκκριση υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του κλύζω, αν ο σχηματισμκός σε -ζω του τελευταίου είναι πρωτογενής. Δεν αποκλείεται όμως το κλύζω να είναι, το ίδιο, μετονοματικό παρ. από ονοματικό θ. κλυδ- + κατάλ. -yω, οπότε το κλύδ-ων θα αναχθεί απευθείας στη ρίζα klu-d-, παρεκτεταμενη μορφή της συνεσταλμένης βαθμίδας klu- < IE kleu- «πλένω, καθαρίζω (βλ. και λ. κλύζω). Ο τ. κλυδών από μετρική ανάγκη.
ΠΑΡ. κλυδωνίζομαι
αρχ.
κλυδάζομαι, κλυδάω, κλύδιος
αρχ.-μσν.
κλυδώνιον
μσν.
κλυδωνικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ευροκλύδων, Ευρυκλύδων].