κοίταγμα
Greek Monolingual
το (Μ κοίταγμα) κοιτάζω
νεοελλ.
1. η κατεύθυνση και προσήλωση τών ματιών σε κάποιο σημείο, βλέμμα, ματιά
2. μτφ. λεπτομερής έρευνα σε έναν τόπο, ιδίως για ανεύρεση χαμένου αντικειμένου, ψάξιμο
3. μτφ. φροντίδα, μέριμνα για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα (α. «οι πολύ ηλικιωμένοι άνθρωποι θέλουν κοίταγμα όταν αρρωστήσουν»)
4. ιδιαίτερη προσοχή, ιδιαίτερη ενασχόληση με κάτι («το βιβλίο σου θέλει ακόμη κοίταγμα»)
μσν.
μορφή, θωριά.