κοιλιάζω

Greek Monolingual

κοιλιά
(αμτβ.) μτφ. κάνω «κοιλιά», σχηματίζω κύρτωμα, καμπυλοειδή προεξοχή, εξογκώνομαι σε κάποιο σημείο της επιφάνειάς μου.