κοινάω

German (Pape)

[Seite 1467] = κοινόω; ὁδὸν νυκτί, einen Weg der Nacht mitteilen od. anvertrauen, Pind. P. 4, 115; κοινάσομαι ὀάροις λύρᾳ τε N. 3, 12.

English (Slater)

κοινάω confide, entrust c. acc. & dat., met. κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις, νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν making night a confidant in their journey (P. 4.115) ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι (Boeckh: κοινώσομαι codd.) (N. 3.12) dub., κοινω[ fr. 59. 9.

Russian (Dvoretsky)

κοινάω: дор. Pind. = κοινοω.