κοινονοημοσύνη
English (LSJ)
ἡ, (νοέω) regard for the feelings of others, M.Ant.1.16.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, Gemeinsinn, herablassende Gesinnung, M. Anton. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sentiment de l'égalité ; affabilité, bonté.
Étymologie: κοινός, νοέω.
Greek (Liddell-Scott)
κοινονοημοσύνη: ἡ, (νοέω) κοινότης αἰσθημάτων καὶ γνώμης, ἰδίως μεταξὺ πολιτῶν, Λατ. communitas, civilitas, Μ. Ἀντων. 1. 16.
Greek Monolingual
κοινονοημοσύνη, ἡ (Α)
σεβασμός, εκτίμηση προς τα αισθήματα τών άλλων, προσήνεια, καταδεκτικότητα.