κολποκήλη

Greek Monolingual

η
ιατρ. πρόπτωση του κόλπου (α. «πρόσθια κολποκήλη» — κυστεοκήλη
β. «οπίσθια κολποκήλη» — ορθοκήλη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpocele < colpo- (< κόλπος) + cele (< λατ. cele < κήλη)].