ηιατρ. πρόπτωση του κόλπου (α. «πρόσθια κολποκήλη» — κυστεοκήληβ. «οπίσθια κολποκήλη» — ορθοκήλη).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpocele < colpo- (< κόλπος) + cele (< λατ. cele < κήλη)].