κονιάω
English (LSJ)
(
A κονία III) plaster with lime or stucco, D.3.29, 23.208, IG22.1672.107, 140, 179, Inscr.Magn.100b.40, etc.:—Med., κ. τοὺς ἐγχελεῶνας have them plastered, Arist.HA592a4:—Pass., Bito 55.9, Plu.Comp.Arist.Cat.Ma.4, IG7.2712.35 (Acraeph.); τάφοι κεκονιαμένοι Ev.Matt.23.27.
2 generally, daub over, as with pitch, ἀγγεῖα κεκονιαμένα D.S.19.94.
3 metaph., κ. τὸ πρόσωπον paint, disguise it, Philostr.Ep.22:—Pass., κεκονιαμένοι LXX Pr.21.9 (κεκονιαμένους is f.l. for κεκονιμένους Them.Or.7.91d).
German (Pape)
[Seite 1481] 1) mit Staub bestreuen, bestauben, beschmutzen, VLL.; im act. zweifelhaft u. auch im med. mit κονίω oft verwechselt; Ael. H. A. 3, 16. 3, 42. 6, 1. – 2) mit Kalk betünchen; τὰς ἐπάλξεις Dem. 3, 29; δημοσίᾳ δ' ἃ μὲν οἰκοδομεῖτε καὶ κονιᾶτε, ὡς μικρά 23, 208, vgl. κονίαμα; so Plut. u. a. Sp.; auch im med., Arist. H. A. 8, 2. – Auch = mit Pech überstreichen, D. Sic. 19, 94; – οἶνος ἐν λάκκοις κονιατοῖς Xen. An. 4, 2, 22, womit Schol. Ar. Eccl. 154 zu vgl., eine Grube, Cisterne, deren Seiten mit Kalk überzogen sind.
French (Bailly abrégé)
κονιῶ :
enduire de chaux, de plâtre.
Étymologie: κονία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονιάω [κονία] pleisteren, wit maken.
Russian (Dvoretsky)
κονιάω:
1 покрывать известкой, штукатурить, белить (τὰς ἐπάλξεις Dem.; τὰς ἐπαύλεις Plut.; med. τοὺς ἐγχελεῶνας Arst.): τάφοι κεκονιαμένοι NT повапленные гробы;
2 покрывать смолой, осмаливать (ἀγγεῖα κεκονιαμένα Diod.).
English (Strong)
English (Thayer)
κονίω: perfect passive participle κεκονιαμενος; (from κονία, which signifies not only 'dust' but also 'lime'); to cover with lime, plaster over, whitewash: τάφοι κεκονιάμενοι (the Jews were accustomed to whitewash the entrances to their sepulchres, as a warning against defilement by touching them (B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Burial, 1at the end; cf. Edersheim, Jesus the Messiah, ii. 316ff)), τοῖχε κεκονιαμένε is applied to a hypocrite who conceals his malice under an outward assumption of piety, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others; for שִׂיד, Deuteronomy 27:2,4.)
Greek Monotonic
κονιάω: (κονία II), ασβεστώνω, «ασπρίζω», Λατ. dealbare, σε Δημ.· ασπρίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κονιάω: (κονία ΙΙΙ) ἐπιχρίω δι’ ἀσβέστου, ἀσβεστώνω, «ἀσπρίζω», Λατ. dealbare, Δημ. 36. 16., 689. 24, κτλ. ― Μέσ., κ. τούς ἐγχελεῶνας, βάλλω νὰ ἀσβεστώσωσιν αὐτούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 34. ― Παθ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 16· τάφοι κεκονιαμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 27. 2) καθόλου, ἐπιχρίω, ὡς π. χ. διὰ πίσσης, ἀγγεῖα κεκονιαμένα Διόδ. 19. 94. 3) μεταφορ., κ. τὸ πρόσωπον, χρίω, χρωματίζω, καθιστῶ αὐτὸ ἀλλοῖον, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 22.
Middle Liddell
κονιάω, κονία II]
to plaster or whiten over, Lat. dealbare, Dem.:—Pass. to be whitened, NTest.
Chinese
原文音譯:koni£w 可你阿哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:灰粉 相當於: (סִיד / שִׂיד)
字義溯源:粉刷,塗灰泥,粉飾;源自(κομψότερον)X*=塵灰)
出現次數:總共(2);太(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 粉飾的(2) 太23:27; 徒23:3
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀσβεστώνω, ἀσπρίζω). Ἀπό τό κονία πού παράγεται ἀπό τό κόνις. Παράγωγα τοῦ κόνις: κονίω (=σκονίζω), κόνισις (=ἄσκηση στήν κονίστρα), κονίστρα, κονιστήριον, κονιστικός, ἀκονιτί (=χωρίς σκόνη, χωρίς κόπο), κονία, κονιάω, κονίαμα (=ἀσβέστωμα), ἀμμοκονίαμα, κονίασις (=ἄσπρισμα), κονιατής, κονιατός, ἀκονίατος, κονιορτός (=σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτό), κονίσαλος (=σύννεφο σκόνης).