κορίανδρο

Greek Monolingual

το (ΑM κορίανδρον)
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών της οικογένειας σκιαδοφόρα, με στίλβοντα φλοιό και λευκά άνθη, που καλλιεργούνται για τον καρπό τους, ο οποίος χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική και την αλλαντοποιία, το δε ελαιώδες υγρό που εξάγεται από τους καρπούς του κοριάνδρου χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, την ποτοποιία και τη φαρμακευτική, κν. κόλιαντρο
2. ονομασία του σπέρματος ή του καρπού του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίαννο, κατά παρετυμολογική σύνδεση με το ανήρ, ανδρός].