κορυμβῶ, -όω (Μ) κόρυμβος1. κάνω κάτι κόρυμβο2. παθ. κορυμβοῦμαι, -όομαι(για τα μαλλιά) σχηματίζομαι σε κόρυμβο, σε κότσο.