κορυμβώδης

English (LSJ)

ες, v.l. for κορυμβοειδής, Dsc.3.24.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβώδης: -ες, = κορυμβοειδής, Διοσκ. 3. 29.

Greek Monolingual

-ες (Α κορυμβώδης, -ῶδες) κόρυμβος
(για άνθος) διατεταγμένος κατά κορύμβους
νεοελλ.
1. (για φυτό) αυτός που έχει κορυμβώδη άνθη
2. (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν διάταξη κορύμβου.