κουβούκλιον

Greek (Liddell-Scott)

κουβούκλιον: ἢ ὀρθότερ. κουβικούλιον, Λατ. cubiculum, κοιτών, θάλαμος, συνήθως ὁ κοιτὼν τοῦ βασιλέως, Χρον. Πασχ. 578, 4, κλ. 2) κιβώτιον, Χρον. Πασχ. 69, 15, ἴδε Δουκάγγ.