κοχλιοειδής

English (LSJ)

κοχλιοειδές, spiral, Hsch. s.v. πολύδονος; κ. γραμμή conchoid, Simp.in Ph.60.14, in Cat.192.20. Adv. κοχλιοειδῶς = by means of a screw, Ph.Byz.Mir.1.4.

German (Pape)

ές, schneckenförmig, wie ein Schneckenhaus gewunden, Plut. plac.phil. 4.16. – S. κοχλιώδης.

Russian (Dvoretsky)

κοχλιοειδής: v.l. κοχλιώδης 2 винтообразный, спиральный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλιοειδής: -ές, ἑλικοειδής, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύδοτος, Ἐπίρρ. -δῶς, «αἱ δὲ τῶν ὑδάτων ἀναγωγαί... κοχλιοειδῶς ἀνατρέχουσιν» Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θαυμάτ. 1.

Greek Monolingual

-ές (AM κοχλιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κοχλία, ελικοειδής, σπειροειδής.
επίρρ...
κοχλιοειδώς (AM κοχλιοειδῶς)
σπειροειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -ειδής (< εἶδος)].