κούρδισμα

Greek Monolingual

και κούρντισμα και χόρδισμα, το κουρδίζω
1. η ένταση, το τέντωμα τών χορδών μουσικού οργάνου
2. η συσπείρωση του ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής με τη συστροφή ειδικού εξαρτήματος
3. πείραμα.