-ή, -ό (Μ κρανιακός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. -ακός (πρβλ. βραγχιακός, ηλιακός)].