κρανιοσκοπία
Greek Monolingual
η
ανθρωπολ.
η μελέτη τών περιγραφικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου κρανίου με επισκόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioscopie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -scopie (< -σκοπία < -σκοπος < σκοπός). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].