κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)φρ. «κρηνῖτις βοτάνη» — βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. συκίτις, φυκίτις)].