κρουσιδημῶ, -έω (Α)(κωμ. κατά το κρουσιμετρώ) εξαπατώ τον δήμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- (πρβλ. κρούσ-ις του κρούω) + δημῶ (< -δήμος < δῆμος), πρβλ. αποδημώ, ενδημώ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].