κρύσταλλο

Greek Monolingual

το (Μ κρύσταλο[ν])
1. κρύσταλλος
2. πάγος, κομμάτι πάγου
3. καθεμιά από τις μικρές στήλες πάγου σε σχήμα σταλακτίτη που δημιουργούνται τον χειμώνα στις παρυφές της υδρορροής τών σπιτιών
4. μτφ. α) διαυγής, διαφανής, λαμπρός
β) κρύος, παγωμένος
μσν.
κρύο, παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. κρύσταλλος, με αλλαγή γένους].