κρώμαξ

German (Pape)

[Seite 1517] ακος, ὁ, Steinhaufen, Felsen, VLL. S. κλώμαξ.

Greek (Liddell-Scott)

κρώμαξ: -ᾱκος, ὁ, σωρὸς λίθων, ἀντὶ κλώμαξ, Δράκων σ. 18· ἐντεῦθεν κρωμακόεις, εσσα, εν, τραχύς, πετρώδης, κρημνώδης, Ἡσύχ.· κρωμακωτός, ή, όν, λέξις Παφλαγονικὴ κατὰ τὸν Εὐστ. 330. 40.

Greek Monolingual

κρῶμαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. κλώμαξ.