κυνόλυκος

English (LSJ)

ὁ, = κροκόττας, Ctes.Fr.87.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόλῠκος: ὁ, ζῷον μεταξὺ κυνὸς καὶ λύκου, ὄνομα τῆς ὑαίνης, Κτησίας ἐν Ἰνδ. 32.

Greek Monolingual

κυνόλυκος, ὁ (Α)
ο κροκόττας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + λύκος.

German (Pape)

ὁ, Hundswolf, = κροκόττας, Ctes. Ind. 32.