κυράτσα

Greek Monolingual

και κυράτζα και κεράτσα, η (Μ κυράτζα και κυράτσα και κεράτσα και κυράκα)
κυρά, αρχόντισσα
νεοελλ.
1. η γιαγιά, η μάμμη
2. (ιδίως ο τ. κεράτσα) δύστροπη, φλύαρη και κουτσομπόλα γυναίκα
μσν.
1. μάννα
2. θεία
3. αγαπημένη, καλή
4. (ως τίτλος ευγενείας) ευυπόληπτη γυναίκα.