κωμηγέτης

English (LSJ)

κωμηγέτου, ὁ, leader of a κῶμος, OGI97.10 (Egypt, ii B.C., κωμεγ- lapis).

Greek Monolingual

κωμηγέτης ὁ (Α)
αυτός που προΐστατο σε κώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ιππηγέτης, κυνηγέτης].