κύνωψ

English (LSJ)

ωπος, ὁ, rib-grass, Plantago lanceolata, Thphr. HP 7.7.3.

German (Pape)

[Seite 1534] ωπος, ὁ, ein Kraut, vielleicht ψύλλιον, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κύνωψ: -ωπος, ὁ, ἴσως εἶδος σταχυώδους βοτάνης, ἴσως ψύλλιον, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 3.

Greek Monolingual

κύνωψ, -ωπος, ὁ (Α)
το φυτό αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύν(ο)- + ὤψ, ὠπός «μάτι»].