Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λίτρο
Greek Monolingual
το μονάδα όγκου ή χωρητικότητας που ισοδυναμεί προς ένα κυβικό δεκατόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. litre< μσν. λατ. litra< ελλ. λίτρα. Η λ., στον λόγιο τ. λίτρον, μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].