λαβρηγορώ, -έω (Μ)λαβραγορώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -ηγορώ (< -ηγόρος < αγορά), πρβλ. δημηγορώ, παρηγορώ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].