λαξπάτητος

English (LSJ)

v. λακπάτητος.

German (Pape)

[Seite 15] mit Füßen getreten, Soph. Ant. 1275, Herm. lies't λεωπάτητος.

French (Bailly abrégé)

foulé aux pieds.
Étymologie: λάξ, πατεῖν.

Russian (Dvoretsky)

λαξπάτητος: (πᾰ) Soph. v.l. = λακπάτητος.

Greek (Liddell-Scott)

λαξπάτητος: -ον, ἴδε ἐν λ. λακπάτητος.

Greek Monolingual

λαξπάτητος (Α)
βλ. λακπάτητος.